Ἀγαπητοί καί περιπόθητοι ἀδελφοί Ἐνορίτες μας
Μέ συνοχή καρδίας καί πόνο ψυχῆς ἀπευθυνόμαστε σέ ὅλους ἐσᾶς γιά νά ἐπικοινωνήσουμε νοερά μαζί σας καί νά σᾶς ἐκφράσουμε, ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας, τήν ἀγάπη μας καί τίς πατρικές εὐχές μας στόν ἀγώνα, πού ὅλοι μαζί διεξάγομε, μέ τήν Χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά ἀντιμετωπίσουμε καί νά ξεπεράσουμε τήν σοβαρώτατη δοκιμασία μέ τήν πανδημία τοῦ Κορωνοϊοῦ.
Ὁ θανάσιμος κίνδυνος ἀπό τόν ὕπουλο αὐτό ἐχθρό, πού ἀπειλεῖ τή ζωή ἀνθρώπων κάθε ἡλικίας, ἀνάγκασε τήν Πολιτεία νά λάβει αὐστηρότατα μέτρα ἀπομόνωσης ὥστε νά προστατεύσει τό πολύτιμο δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς, τήν ἴδια τή ζωή μας. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ὡς Μητέρα μας στοργική, συστρατεύθηκε σ’αὐτή τήν μάχη γιά τήν καταπολέμηση τοῦ ἀόρατου ἐχθροῦ τῆς ζωῆς μας, ἀποβλέποντας στό συμφέρον τῶν παιδιῶν Της.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μας ἀδελφοί, βλέπει τόν ἄνθρωπο στήν ὁλότητά του, δηλαδή ὡς πλάσμα τοῦ Θεοῦ δισύνθετο, ἀπό πνεῦμα-ψυχή καί σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι οὔτε μόνο ψυχή, οὔτε μόνο σῶμα. Εἶναι καί τά δυό μαζί. Ἡ Ἀγία Γραφή μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό πνευματικό του στοιχεῖο, τήν «πνοή» τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συγχρόνως μᾶς διδάσκει ὅτι τό σῶμα μας εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Α΄ Κορινθ. 6, 19). Γι’ αὐτό, καί ἡ φροντίδα τοῦ σώματος καί τῆς ὑγείας του εἶναι καθῆκον καί μέλημα κάθε Χριστιανοῦ. Ἄλλωστε, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία καί Κρίση τοῦ Κυρίου μας θά κριθοῦμε «ὁλόκληροι», μαζί μέ τό ἀναστημένο σῶμα μας. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «τούς γάρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χρσιτοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τά διά τοῦ σώματος πρός ἅ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθόν εἴτε κακόν» (Β΄ Κορινθ. 5,10). Γι’ αὐτό ὁμολογοῦμε καί πιστεύουμε στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δηλαδή στήν ἀνάσταση τοῦ θνητοῦ σώματός μας, ὥστε νά δοξαστοῦμε μαζί μ’ αὐτό, ὅπως ἔγινε μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἴδιου τοῦ Σωτήρα μας Χριστοῦ. Δέν ἔχομε λοιπόν τό δικαίωμα νά ἀμελοῦμε γιά τήν ὑγεία τοῦ σώματος μας. Γι’ αὐτό, μᾶς διδάσκει ἡ Γραφή: «Νά ἀποδίδεις στόν γιατρό τίς τιμές πού τοῦ ἀνήκουν, γιατί κι’ αὐτόν ὁ Κύριος τόν ἔχει ὁρίσει στό λειτούργημά του. Ὁ Ὕψιστος δίνει στόν γιατρό τή γνώση νά γιατρεύει καί μέ δῶρα τόν ἀνταμοίβει ὁ Θεός. … Ὁ Κύριος ἐδημιούργησε τά φάρμακα ἀπό τή γῆ καί ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει φρόνηση δέν θά διστάσει νά τά χρησιμοποιήσει» (Σοφία Σειράχ, 38,1-4). Ὁ Κύριος ζητᾶ ἀπό μᾶς νά βάλουμε πρῶτα ἐμεῖς τό δικό μας μέρος, νά γεμίσουμε πρῶτα ἐμεῖς τίς «ὑδρίες» καί ἔπειτα, πάνω σ’ αὐτή τή δική μας προσπάθεια, θά ἐπιδαψιλέψει πλούσια τήν Χάρη Του γιά νά γίνει τό θαῦμα. «Ὕπαγε νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ» πρόσταξε ὁ Κύριος τόν ἐκ γενετῆς τυφλό. Ἡ βαθειά λοιπόν καί ζωντανή πίστη μας στήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά συνοδεύεται μέ τήν φρόνηση καί τήν δική μας προσπάθεια, γιά τήν ὁποία μᾶς προτρέπει ὁ Κύριος.
Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας δέν παύει νά δέεται καθημερινῶς, ὄχι μόνο «ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν», ἀλλά καί «ὑπέρ τοῦ διαφυλαχθῆναι ἡμᾶς… ἀπό λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας… τοῦ ἀποστρέψαι καί διασκεδᾶσαι πᾶσαν ὀργήν καί νόσον τήν καθ’ ἡμῶν κινουμένην». Ἀναπέμπει δεήσεις καί παρακλήσεις πρός τόν Κύριο, τήν Παναγία Μητέρα Του καί τούς Ἁγίους «Ἀπό πάσης ἀνάγκης, θλίψεως καί νόσου καί βλάβης με λύτρωσαι». Αὐτό ἐξακολουθεῖ νά κάνει καί σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» μέ πίστη καί ἐμπιστοσύνη στόν Κύριο καί ἐμεῖς συνεχίζουμε τίς προσευχές μας μέ θέρμη στίς καρδιές μας καί ἐν ὑπακοῇ στήν Ἐκκλησία μας γιά ὅλους ἐσᾶς. Προσευχόμαστε ἀκόμη γιά τούς πάσχοντες ἀπό τήν ἐπιδημία ἀδελφούς μας, γιά τούς γιατρούς, τούς νοσηλευτές, τούς ἐρευνητές καί γιά ὅλους ἐκείνους, πού μέ αὐτοθυσία ἀγωνίζονται στήν καταπολέμηση αὐτῆς τῆς μάστιγας.
Εἶναι δύσκολο νά ἀποδεχθοῦμε τά αὐστηρά μέτρα πού μᾶς ἐπεβλήθηκαν. Ὅμως εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νά τά ἀποδεχθοῦμε μέ ὑπομονή καί ὑπακοή. Ἡ ὑπακοή, λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἡ μητέρα τῆς ταπείνωσης καί ἡ ταπείνωση γεννᾶ πλῆθος ἀρετῶν. Ὁ προσφάτως ἁγιοκαταταχθείς Ὅσιος Γέοντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης ἔγραψε σ’ ἕνα γράμμα του: «Ὁ Γέροντάς μας Ἰωσήφ ἦταν τῶν ἄκρων ἡσυχαστής καί τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καί ὅμως, δέν μᾶς παρέδωσε ὡς πρῶτο τήν ἡσυχία ἤ τήν νοερά προσευχή, ἀλλά μᾶς παρέδωσε τήν ὑπακοή, τό κοινόβιο… Βολιδοσκοπήσατε ἀπό ποῦ ξεκινάει ἡ ὑπακοή. Ἀπό τήν Τριαδική Θεότητα. Ὁ Χριστός λέει ὅτι “ἦρθα νά κάνω ὄχι τό θέλημα τό δικό μου, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με⁇ (Λουκᾶ 22,42). Ἀπό ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ ὑπακοή. Γι’ αὐτό ὅποιος κάνει ὑπακοή, γίνεται μιμητής τοῦ Χριστοῦ. Βεβαιώθηκα ἀπό τήν πεῖρα ὅτι ἡ ὑπακοή εἶναι ἀνωτέρα τῆς προσευχῆς». Ἔτσι πίστευαν καί δίδασκαν καί ἔτσι ζοῦσαν οἱ Ἅγιοι τῆς Πίστεώς μας.
Ἡ ὑπακοή μας λοιπόν στίς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι μεγάλη ἀρετή, εἶναι μίμηση τῶν Ἁγίων. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός «παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας». Ὑπακοή στήν Ἐκκλησία εἶναι ὑπακοή στόν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ «Κιβωτός τῆς Σωτηρίας» μας. Ἄν αὐτή τήν δύσκολη καί ὀδυνηρή περίοδο ἀναστέλλεται προσωρινά καί κατ’ ἀνάγκη ὁ Ἐκκλησιασμός μας καί ἡ συμμετοχή μας στό Ἱερό Μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας, αὐτό ἄς τό δεχθοῦμε ὡς ἄσκηση ὑπακοῆς στή Μητέρα μας Ἐκκλησία. Αὐτή ἔχει τήν εὐθύνη τῶν ψυχῶν μας, Αὐτή εἶναι ἡ σωτηρία μας, γιατί Αὐτή εἶναι ὁ Χριστός. Κάθε σπίτι Χριστιανοῦ μπορεῖ νά γίνει ἔτσι μιά «κατ’ οἶκον ἐκκλησία» μέ τήν ἐυλογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ Ὁποία ἐξακολουθεῖ καί τήν περίοδο αὐτή νά προσεύχεται ὅπως πάντοτε γιά ὅλους καί γιά ὅσους δέν παρίστανται στήν τέλεση τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καί κυρίως τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, δεομένη «ὑπέρ τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, τῶν κατοικούντων καί παρεπιδημούντων ἐν τῇ ἐνορίᾳ ταύτῃ, ὑπέρ τῶν ἐν ἀσθενείαις κατακειμένων καί ὑπέρ τῶν δι’ εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντων ἀδελφῶν ἡμῶν».
Ὅπως ἔχει τονίσει καί στήν Ἐγκύκλιό της ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἀπόφαση νά παραμείνουν κλειστοί οἱ Ναοί τήν περίοδο αὐτή δέν σημαίνει σέ καμιά περίπτωση μείωση τῆς πίστης μας στήν Παντοδύναμη Χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη, ἀπορρίπτει ὡς βλάσφημη τήν κακόβουλη διασπορά ἀπειλῶν, ἐλαχίστων εὐτυχῶς γνωστῶν «φίλων τοῦ λαοῦ», ὅτι μέσῳ τῆς Θείας Κοινωνίας ὑπάρχει κίνδυνος νά μεταδοθεῖ ὁ Κορωνοϊός ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀσθένεια. Ἄλλωστε, ὄχι μόνο οἱ πιστοί Χριστιανοί, ἀλλά καί σοβαροί ἐπιστήμονες ἔχουν διακηρύξει μέ βεβαιότητα ὅτι οὐδέποτε καταγράφηκε στό ἰατρικά χρονικά τέτοια περίπτωση. Γιά τόν πιστό Χριστιανό εἶναι ἀδιανόητο νά δεχθεῖ ὅτι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ που μεταλαμβάνει, δηλαδή ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖο δέχεται μέσα του, θά τοῦ προξενήσει ἀσθένεια ἤ ἄλλο κακό. Ὁ Χριστός εἶναι «ἡ Ζωή καί ἡ Ἀνάστασις», γι’αὐτό μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. 6,54).
Δέν θίγεται λοιπόν ἡ πίστη μας ὅταν ἀκούσια καί κατ’ ἀνάγκη δέν συμμετέχουμε στό Ποτήριο τῆς Ζωῆς. Δέν μᾶς τό ἀπαγόρευσε αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας ἤ ὁ Πνευματικός μας ἐπειδή ὑποπέσαμε σέ κάποιο βαρύ ἁμάρτημα. Ἀντιθέτως, μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας νά ἄρωμε κι’ ἐμεῖς τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ μέ ταπείνωση, ὑπομονή καί ὑπακοή, κρατῶντας σταθερά μέσα μας τόν πόθο τοῦ Ἐκκλησιασμοῦ καί τῆς Θείας Κοινωνίας, καί βεβαίως ὄχι μόνο γιά τό Πάσχα ἤ τίς Μεγάλες Ἑορτές, ἀλλά γιά συχνή καί ἐπαναλαμβανόμενη πράξη στή ζωή μας. Γιά τήν ὥρα ἄς τά διατηρήσουμε ὡς μιά ἀναστάσιμη ἀναμονή.
Εἶναι πρόδηλο ὅτι οἱ κλειστοί Ναοί δέν ἔχουν στόχο τήν Θία Κοινωνία ἀλλά τόν συνωστισμό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀναπόφευκτος αὐτές τίς ἠμέρες στούς Ναούς μας, ἰδιαιτέρως τήν Μ. Παρασκευή καί τό Πάσχα.
Ἀγαπητοί μας ἀδελφοί,
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πονάει ἡ ψυχή μας βλέποντας ἄδεια τά καθίσματα στό Ναό. Ὁ προσωρινός ἔστω χωρισμός μας μᾶς κοστίζει. Δακρύζουν τά μάτια μας ὅταν σέ κάθε στασίδι, σέ κάθε κάθισμα βλέπομε νοερά τά ἀγαπητά σας πρόσωπα καί τά θυμιατίζουμε ὅπως θυμιατίζουμε τίς εἰκόνες τῶν Ἁγίων μας. Εἶστε κι’ εσεῖς ἐκεῖ νοερά. Κι’ ὅπως, ὅταν θυμιατίζουμε τίς εἰκόνες τῶν Ἁγίων ἀποδίδουμε τήν τιμή στά πρόσωπά τους, ἔτσι καί ὅταν θυμιατίζουμε τίς κενές θέσεις σας ἐκφράζουμε τήν ἀγάπη μας καί τίς εὐχές μας στά ἀγαπημένα σας πρόσωπα.
Εὐλογῶντας σας στό Ναό, κηρύττοντάς σας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ διαπιστώναμε στά πρόσωπά σας τήν γαλήνη καί τήν μακαριότητα πού γεννᾶται στούς πιστούς ἀπό τήν συναίσθηση ὅτι τό χέρι πού εὐλογεῖ μεταφέρει τήν Χάρη καί τήν Εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Νά εἶστε σίγουροι ὅτι καί τώρα ὁ Χριστός δέν παύει νά στέλνει πλούσια τήν εὐλογία Του στόν καθένα πού διψᾶ γι΄αὐτή καί τήν ἐπιθυμεῖ. Ὁ Κύριος θά συνεχίζει νά δέχεται ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν Του τίς προσευχές μας, τήν ὑπομονή μας, τήν ὑπακοή μας καί τήν ταπείνωσή μας καί θά κάνει τό ἔλεός Του γιά μᾶς καί γιά ὅλο τόν κόσμο.
Κουράγιο λοιπόν ἀδελφοί. Θά ξανάρθει σύντομα αὐτή ἡ ζωντανή πνευματική συνάντησή μας. Γιά τήν ὥρα, σᾶς εὐλογοῦμε νοερά καί ἀναπέμπουμε στόν Κύριο τῆς Ζωῆς τίς εὐχές μας καί τίς προσευχές μας γιά σᾶς, γιά τά παιδιά σας, γιά τά ἐγγόνια σας καί τίς οἰκογένειές σας καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, πού «ταπεινώθηκε ἕως θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ», νά σᾶς χαρίζει ὑγεία, εἰρήνη, δύναμη καί ὑπομονή, νάσᾶς εὐλογεῖ, νά σᾶς χαριτώνει, νά σᾶς στηρίζει, νά σᾶς φωτίζει καί νά βρίσκεται πάντα κοντά σας καί μαζί σας στίς δύσκολες αὐτές ὧρες πού διάγομε, ἰδιαιτέρως στίς ὧρες τῆς μοναξιᾶς.
Ἀναδιφῶντας στά Ἀρχεῖα τοῦ Ναοῦ μας βρήκαμε στήν Ἐνορία μας μιά ἀνάλογη περίπτωση μέ τήν σημερινή στό μακρυνό ἔτος 1918. Ἐκεῖ, στό Πρακτικό τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπιτροπῆς, ἀριθμ. 22 τῆς 16.12.1918, γράφει ὅτι ματαιώθηκ μιά Γενική Συνέλευση τῶν Ἐνοριτῶν στίς 30.9.1918 «διότι κατά τήν ἐποχήν ταύτην ἡ ἐπιδημία τῆς γρίππης εὑρίσκετο εἰς ὑπερέκτασιν, ἐλάχιστοι ἴσως οἰκίαι τῆς ἐνορίας μας ὑπῆρχον ἄνευ ἀσθενοῦς». Ἡ μικρή καί πτωχή τότε Ἐνορία μας ξεπέρασε, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν βοήθεια τοῦ Προστάτου μας Ἁγίου Σπυρίδωνος τοῦ Θαυματουργοῦ, τό κακό ἐκεῖνο. Ἄς ἀναλογισθοῦμε ὅτι τότε δέν ὑπῆρχαν οὔτε ἡ σημερινή πρόοδος τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης καί τά φάρμακα, οὔτε τά σύγχρονα μέσα ἐπικοινωνίας καί ἀναμεταδόσεως τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Οἱ ἄνθρωποι ἔμεναν μέσα στά σπίτια τους ἀπολύτως ἀπομονωμένοι καί ἀνασφαλεῖς. Σήμερα, δόξα τῷ Θεῷ, ὁ Κύριος ἔχει εὐλογήσει πλουσίως τή ζωή μας. Μποροῦμε νά ἀκοῦμε καί νά βλέπουμε μέσα στά σπίτια μας τίς Ἱερές Ἀκολουθίες πού τελοῦνται στούς Ναούς μας γιά μᾶς. Κι’ αὐτό εἶναι μιά μεγάλη εὐλογία. Ἄς δοξάζουμε λοιπόν τόν Κύριό μας μένοντας στά σπίτια μας προσευχόμενοι μέ πίστη καί ζητώντας τό ἔλεός Του. Ἄς ἐπαναλαμβάνουμε τακτικά τήν καρδιακή προσευχή:
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν
καί τόν κόσμο Σου».
Καί τήν εὐχή τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου:
«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δῷς.
Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.
Ναί, Κύριε, Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα
καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου,ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»
Θάρρος ἀδελφοί, ὑπομονή, ἐλπίδα καί πίστη στόν Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστόν. Φέροντες καί ἐμεῖς τόν Σταυρόν Του καί τιμῶντας τά Ἄχραντα Πάθη Του θά ἀξιωθοῦμε νά πανηγυρίσουμε μαζί Του καί τήν Ἔνδοξό Του Ἀνάσταση.
Οἱ πατέρες τῆς Ἐνορίας μας, μαζί μέ τούς Ἱεροψάλτες, τούς Ἐπιτρόπους, τόν Νεωκόρο καί τούς συνεργάτες μας, πού κρατᾶμε τήν εὐθύνη τῆς Ἐνορίας μας, σᾶς μεταφέρομε τήν εὐλογία τοῦ Προστάτου μας Ἁγίου Σπυρίδωνος τοῦ Θαυματουργοῦ καί εὐχόμαστε σέ ὅλους σας, ἀπό τά βάθη τῆς πατρικῆς μας καρδιᾶς, νά διατηρεῖ ὁ Κύριος σταθερή τήν πολύτιμη ὑγεία σας, νά σᾶς χαρίζει πλούσια τήν εὐλογία Του, τήν ἀγάπη Του καί τήν εἰρήνη Του καί τό Φῶς τῆς Ἀναστάσεώς Του νά φωτίζει τίς ψυχές σας καί τήν ζωή σας καί νά μᾶς ἀξιώσει νά πανηγυρίσουμε ὅλοι μαζί καί δική μας προσωπική ἀνάσταση.
Μέ θερμές πατρικές εὐχές, εὐλογία καί ἀγάπη
Οἱ πατέρες τῆς Ἐνορίας σας
π. Κυριακός Τσουρός
π. Χρίστος Ἀργυρόπουλος
π. Δημήτριος Σκόνδρας
π. Ἀμβρόσιος Βέσιτς